Λέξη: χώνεψη
Σχετικές λέξεις: χώνεψη
αναερόβια χώνευση, γρήγορη χώνεψη, σόδα χώνεψη, νερό χώνεψη, αργή χώνεψη, καλή χώνεψη, κακή χώνεψη, για χώνεψη
Μεταφράσεις: χώνεψη
χώνεψη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
digestion, digest, digesting, the digestion
χώνεψη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
digestión, la digestión, de digestión, digestión de, digestión con
χώνεψη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verdauung, Verdauung, die Verdauung, Verdauungs, der Verdauung, Aufschluss
χώνεψη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
digestion, coction, la digestion, une digestion, digestion par
χώνεψη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
digestione, la digestione, di digestione
χώνεψη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sumário, digerir, digestão, a digestão, de digestão, digest�, digestão de
χώνεψη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spijsvertering, digestie, vertering, de spijsvertering, de vertering
χώνεψη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
травление, пищеварение, усвоение, пищеварения, переваривание, переваривания, расщепление
χώνεψη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fordøyelse, fordøyelsen, fordøyelses, spaltning, nedbrytning
χώνεψη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
matsmältning, digestion, matsmältningen, digere, spjälkning
χώνεψη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ruuansulatus, ruoansulatus, ruoansulatusta, ruuansulatusta, ruuansulatuksen, pilkkomalla
χώνεψη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fordøjelse, fordøjelsen, spaltning, nedbrydning, udrådning
χώνεψη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
trávení, zažívání, digesce, strávení, štěpení, trávicí, rozklad
χώνεψη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gnicie, trawienie, roztwarzanie, fermentacja, trawienia, fermentacji, wytrawiający
χώνεψη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megemésztés, emésztés, emésztést, emésztési, az emésztést, emésztéssel
χώνεψη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hazım, sindirim, sindirimi, sindirme, çürütme
χώνεψη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
травлення, засвоєння
χώνεψη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tretje, tretjes, tretje të, tretjen, të tretjes
χώνεψη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
храносмилане, храносмилането, смилане, разлагане, разграждане
χώνεψη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
страваванне, стрававання
χώνεψη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lagundamine, seedimine, seedimist, lagundamise, kääritamine, seedimise
χώνεψη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
probava, probavu, digestija, probave, digestije
χώνεψη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
melting, meltingu, niðurbrot, við meltingu, meltinguna
χώνεψη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
virškinimas, virškinimą, virškinimo, skaidymas, pūdymo
χώνεψη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gremošana, gremošanu, gremošanas, hidrolīzes, Hidrolizējamo
χώνεψη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
варење, варењето, дигестијата, дигестија, варењето на храната
χώνεψη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
digestie, digestia, digestiei, de digestie, la digestie
χώνεψη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prebava, prebavo, prebave, digestivna, razklop
χώνεψη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
strávení, trávení, trávenie, trávenia, tráveniu
Τυχαίες λέξεις