Намагничивание στα ελληνικά
Μετάφραση: намагничивание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγγίζω, πινελιά, μαγνήτιση, μαγνήτισης, μαγνητισμού, μαγνητισμό, μαγνητισμός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- валек στα ελληνικά - κουπί, εξωτερικό στήριγμα ακάτου, Outrigger, με προώστες, ζυγοστάτη, το ζυγοστάτη
- верблюжий στα ελληνικά - αδαής, καμήλας, ποτήρι, της καμήλας, καμήλου, καμηλου
- возмутить στα ελληνικά - θυμός, οργή, θυμό, θυμού, το θυμό
- демпфер στα ελληνικά - πνίγω, ασπίδα, κουκουλώνω, καταρράκτης, αποσβεστήρας, αποσβεστήρα, απόσβεσης, ...
Τυχαίες λέξεις
Намагничивание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγγίζω, πινελιά, μαγνήτιση, μαγνήτισης, μαγνητισμού, μαγνητισμό, μαγνητισμός
Μεταφράσεις: αγγίζω, πινελιά, μαγνήτιση, μαγνήτισης, μαγνητισμού, μαγνητισμό, μαγνητισμός