Λέξη: επισκέπτομαι

Σχετικές λέξεις: επισκέπτομαι

επισκέπτομαι συνώνυμο, επισκέπτομαι την πόλη μου 2014, επισκέπτομαι την πόλη μου, επισκέπτομαι ρήμα, επισκέπτομαι conjugation, επισκέπτομαι συνώνυμα, επισκέπτομαι αόριστος

Συνώνυμα: επισκέπτομαι

καλώ, αποκαλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ

Μεταφράσεις: επισκέπτομαι

επισκέπτομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
visit, I visit, visiting, am visiting, be visiting

επισκέπτομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
visitar, visita, la visita, visita de, visite

επισκέπτομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gang, klatschen, plappern, visite, besuchen, besuch, schwatzen, schnattern, klappern, Besuch, Besuchs, Besichtigung

επισκέπτομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fréquenter, visitent, visite, séjour, visiter, hanter, visitez, visitons, voir, la visite, visite de

επισκέπτομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
visita, visitare, visita di, viaggio, la visita

επισκέπτομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
viajar, visita, visitar, frequentar, visão, ver, visita de, visite, consulta

επισκέπτομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bezoek, visite, bezoeken, afgaan, opzoeken, bezoekje, verblijven

επισκέπτομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
побывать, посетить, навещать, посещение, визит, проведать, побывка, посещать, навестить, заезд, наведываться, ездить, визита, сайте

επισκέπτομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
visitt, besøke, besøk, besøket, gå

επισκέπτομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
besök, visit, besöka, besöket, besök i

επισκέπτομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rupatella, käynti, puhella, vaivata, vierailu, iskeä, vierailun, käynnin, vierailua

επισκέπτομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
visit, besøg, besøge, besøget, inlogget

επισκέπτομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pobyt, návštěva, navštívit, navštěvovat, návštěvník, návštěvu, návštěvy, návštěvě, prohlídka

επισκέπτομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wizyta, zwiedzać, pobyt, zwiedzanie, nawiedzić, odwiedziny, zwiedzić, nawiedzenie, nawiedzać, odwiedzać, gościna, wizytować, Odwiedź, wizyty, Visit, odwiedzić

επισκέπτομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
látogatás, bejelentkezés, látogatást, látogatása, látogatását

επισκέπτομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ziyaret, ziyaretiniz, ziyaretiniz ise, Sitesini ziyaret edin, ziyareti

επισκέπτομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бачення, візит

επισκέπτομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vizitë, Profili, Vizita, Profili i, Na

επισκέπτομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
посещение, посещението, визита, на посещението, визитата

επισκέπτομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
візіт, візыт

επισκέπτομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
külastus, visiit, külastuse, visiidi, külastada

επισκέπτομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
posjeta, posjet, posjetiti, posjetite, posjeta Forumu

επισκέπτομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
heimsókn, hitta, heimsækja, heimsókn er, Heimsóknin, heimsókn er mælt

επισκέπτομαι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
saluto, frequento

επισκέπτομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
viešnagė, apsilankymas, vizitas, vizito, apsilankymo, prisijungimas

επισκέπτομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apciemot, apmeklēt, apmeklējums, vizīte, apmeklējumu, vizīti

επισκέπτομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
престојот, посетата, посета, посетата на, посета на, посети

επισκέπτομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vizita, vizită, vizitei, vizite, vizită de

επισκέπτομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obisk, obiskati, obiska, ogleda, obisku, ogled

επισκέπτομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
návšteva, navštíviť, návštevy, návštevu
Τυχαίες λέξεις