Намачивать στα ελληνικά

Μετάφραση: намачивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υγρός, εμποτίζω, βρεγμένος, περιχύω, μουσκεύω, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, μουλιάστε
Намачивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • балетоман στα ελληνικά - μπαλετομανείς
  • ворожба στα ελληνικά - μαντοσύνη, μαντεία, μαντική, μαντείας, μαγικά, μαντικής
  • дезорганизовать στα ελληνικά - αποδιοργανώνω, αποδιοργανώνουν, αποπροσανατολίσουν, αποδιοργανώσει, αναστατώνω
  • действительно στα ελληνικά - πράγματι, πραγματικός, ουσιαστικά, σχεδόν, αρκετά, επίσης, εντελώς, ...
Τυχαίες λέξεις
Намачивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υγρός, εμποτίζω, βρεγμένος, περιχύω, μουσκεύω, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, μουλιάστε