Λέξη: σάλι

Σχετικές λέξεις: σάλι

σάλι σπέκτρα, σάλι ράιντ, σάλι αξλ, σάλι με βελόνες, σάλι μπερίσα, σάλι μπόλιγουντ, σάλι με βελονάκι, σάλι πίρσον, σάλι φιλντ, σάλι χόκινς

Συνώνυμα: σάλι

κάπα, πελερίνα, περιώμιο

Μεταφράσεις: σάλι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shawl, slobber, poncho, tippet
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rebozo, mantón, chal, mantón de, el mantón, chal de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schal, umhang, umhängetuch, Schal, Tuch, shawl
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
châle, écharpe, foulard, châle de, un châle, chale
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scialle, lo scialle, scialle di, dello scialle, scialle della
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
xale, xaile, shawl, xale de, o xaile
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
das, bouffante, halsdoek, sjaal, omslagdoek, shawl
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
платок, шаль, шали, шалью
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sjal, sjalet, shawl
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sjal, sjalen, schal
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hartiahuivi, huivi, huivin, shawl, shaali
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sjal, tørklæde, sjalet, shawl
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
šátek, šál, šála, šátky, šálu
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chusta, odcinanie, szal, szalik, shawl, koronkowym
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vállkendő, kendő, kendőt, sál
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şal, Shawl, bir şal, şalı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шаль, шалик, хустку
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shall, shall të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фин ленен плат, шал, шала, шалове
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шаль, шалік, хустку
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rätik, võrksall, sall, õlasall, salli, rätiku
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
šal, marama, šalom, šal i
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sjalið, sjal
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skara, šalikas, šalikų
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
plecu šalle, šalle, šalles, šalli, lakats
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шал, шалот, и шал
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
șal, sal, șal de, eșarfă, shawl
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
šál, šal, shawl, Marama
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
šál, šatku, šatka, šátek
Τυχαίες λέξεις