Λέξη: κελί

Σχετικές λέξεις: κελί

κελί 218, κελί 33 στίχοι, κελί μπρουκ, κελί από χρυσάφι, κελλυ κελεκιδου ηλικια, κελί μπουραζέρι, κελί τησ ελευθερίασ, κελί 33, κελί 211, κελί 211 ταινία

Συνώνυμα: κελί

κύτταρο, κελλίο, οικίσκος, πυρήνας, στοιχείο

Μεταφράσεις: κελί

κελί στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cell, the cell, cell in

κελί στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
celda, alvéolo, célula, celular, células, de células

κελί στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zelle, speicherzelle, Zelle, Zell, Zellen

κελί στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
alvéole, cachot, anneau, cellule, cellulaire, cellules, portable, pile

κελί στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cellula, cella, cellule, cellulare, delle cellule

κελί στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cela, cabina, célula, pilha, celular, células, de células

κελί στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
cachot, cel, mobiele, cellen, cell

κελί στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
скит, келья, средоточие, ячейка, тёмная, ячея, клетка, фотоэлемент, камера, клеток, ячейки, сотовый

κελί στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
celle, cellen, mobil

κελί στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
cell, cellen

κελί στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
selli, solu, soppi, osasto, ontelo, tyrmä, kenno, solun, solujen, soluun, cell

κελί στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
celle, cellen, celler

κελί στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kobka, buňka, komůrka, článek, buněk, buněčné, buněčná

κελί στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cela, elektrolizer, komórka, celka, rozmnóżka, ogniwo, komórek, komórki

κελί στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
galvánelem, sejt, cella, sejtes

κελί στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hücre, cep, hücreli, hücresi

κελί στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
клітка, фотоелемент, клітина, осередок, камера, клітинка, клетка, клітини

κελί στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
telefoni, qelizë, celular, qeliza, qelizave, qelizore

κελί στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
клетка, клетъчна, клетъчната, клетъчен, клетъчно

κελί στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
клетка

κελί στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kong, patarei, element, rakk, rakkude, raku, lahtri, cell

κελί στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stanica., sobica, stanični, stanica, članak, ćelija, stanice, stanične, stanična

κελί στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
klefi, Cell, frumu, fruma, reit

κελί στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
carcer

κελί στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ląstelė, ląstelių, mobilųjį, mobiliojo, mobilusis

κελί στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šūna, šūnu, mobilo, mobilā, mobilajā

κελί στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ќелијата, мобилен, ќелија, клетка, клетки, клетката

κελί στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
celulă, celule, de celule, celulelor, celula

κελί στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
cela, celica, celic, cell, celična, celično

κελί στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
cela, bunka, bunky, bunku

Στατιστικά δημοτικότητας: κελί

Τυχαίες λέξεις