Наполнять στα ελληνικά

Μετάφραση: наполнять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λαγκάδι, φυλάω, κοκκινίζω, κατακλύζω, πλημμυρίζω, ταριχεύω, πληροφορώ, φαράγγι, πλήθος, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
Наполнять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гордиться στα ελληνικά - να είμαστε υπερήφανοι, να είναι υπερήφανοι, είναι υπερήφανοι, να είναι υπερήφανη, να είμαστε υπερήφανοι για
  • докапываться στα ελληνικά - σκάβω, νύξη, σαρκασμός, κέντρισμα, ανασκαφή, σκάβουν, dig, ...
  • допускаемый στα ελληνικά - επιτρεπόμενος, επιτρεπτός, επιτρεπόμενη, επιτρεπομένων, επιτρεπόμενων
  • жестянщик στα ελληνικά - τενεκετζής, φαναρτζής, λευκοσιδηρουργού, λευκοσιδηρουργός, Βαφές
Τυχαίες λέξεις
Наполнять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λαγκάδι, φυλάω, κοκκινίζω, κατακλύζω, πλημμυρίζω, ταριχεύω, πληροφορώ, φαράγγι, πλήθος, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει