Λέξη: σύνοψη
Σχετικές λέξεις: σύνοψη
σύνοψη τησ πολιτιστικήσ βιομηχανίασ, σύνοψη λεξικο, σύνοψη υποχρεώσεων κατόχων άδειας κυκλοφορίας, σύνοψη της νομοθεσίας της εε, σύνοψη σεναρίου, σύνοψη ποινικού δικαίου γενικό μέρος, σύνοψη της κοινωνικής διδασκαλίας της εκκλησίας, σύνοψη ποινικού δικαίου γενικό μέρος χαραλαμπάκης αριστοτέλης, σύνοψη ορισμός, σύνοψη εργασίασ
Συνώνυμα: σύνοψη
επιτομή, περίληψη, λειτουργικό, ευχολόγιο, σύνοψη προσευχών, άθροιση, ανακεφαλαίωση, σύνολο, σύντμηση, περικοπή, συντόμευση, επιτομή μορφή ή έκδοση, συνεπτυγμένη μορφή ή έκδοση
Μεταφράσεις: σύνοψη
σύνοψη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abridgment, summary, synopsis, Summaries, a summary, summary of
σύνοψη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abreviación, resumen, resumen de, resumida, sumario, síntesis
σύνοψη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Zusammenfassung, Sicht, Übersicht, Auszug
σύνοψη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réduction, raccourcissement, abrégé, raccourci, accourcissement, résumé, sommaire, synthèse, récapitulatif, résumé des
σύνοψη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sommario, riassunto, sintesi, Riepilogo, sommaria
σύνοψη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
resumo, sumario, sumário, resumo das, resumo do, síntese
σύνοψη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verkorting, afkorting, overzicht, beknopt, Samenvatting, summiere, Korte beschrijving
σύνοψη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ограничение, сокращение, резюме, краткое изложение, сводка, краткий, сводная
σύνοψη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sammendrag, oppsummering, sammendraget, Oppsummert, Sammendrag
σύνοψη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sammanfattning, sammandrag, översikt, sammanfattande, Sammanfattningsvis
σύνοψη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lyhennelmä, yhteenveto, tiivistelmä, yhteenvedon, tiivistelmän, kuvaus
σύνοψη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
resumé, over vurderinger, Oversigt over, sammendrag, resumé af
σύνοψη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výtah, zkrácení, snížení, shrnutí, souhrn, přehled, souhrnné, souhrnem
σύνοψη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skrócenie, ograniczenie, okrojenie, skrót, streszczenie, podsumowanie, zestawienie, streszczeniem, podsumowania
σύνοψη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
összegzés, összefoglalás, összefoglaló, összefoglalása, összefoglalót
σύνοψη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
özet, özeti, summary, özetlerini
σύνοψη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скорочення, резюме
σύνοψη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përmbledhje, përmbledhje e, Përmbledhja, përmbledhëse, përmbledhje të
σύνοψη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ограничение, резюме, обобщение, обобщена, резюме на, обобщен
σύνοψη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэзюмэ, рэзюме
σύνοψη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kokkuvõte, kokkuvõtte, kokkuvõtet, kokkuvõttes, kokkuvõtliku
σύνοψη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kratak pregled, sažetak, sažetka, Ukratko, pregled
σύνοψη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
yfirlit, Samantekt, Samantekt á
σύνοψη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
santrauka, santrauką, suvestinė, santraukoje, santraukos
σύνοψη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kopsavilkums, kopsavilkumu, kopsavilkuma, pārskats, apkopojums
σύνοψη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
резиме, преглед, резимето, краток преглед, збирна
σύνοψη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rezumat, Rezumatul, sinteză, sumară, sumar
σύνοψη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sneženi, povzetek, Pregled, povzetke, skupna, povzetka
σύνοψη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zhrnutie, súhrn, zhrnutia, Sumárne, zhrnutí