Напор στα ελληνικά
Μετάφραση: напор, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηγούμαι, βιασύνη, ορμή, χωμένος, τρέχω, εξαναγκάζω, κεφάλι, δύναμη, ξεχύνομαι, μπήγω, ώθηση, πίεση, κύμα, βία, πίεσης, πιέσεως, πιέσεις, πίεση του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взбрызгивать στα ελληνικά - πασπαλίζω, ραντίζω, πασπάλισμα, ψεκάζεται, ψεκάζονται
- влагонепроницаемый στα ελληνικά - υγρασία, υγρασίας, την υγρασία, σε υγρασία, της υγρασίας
- доставать στα ελληνικά - αγγίζω, προσκομίζω, φτάνω, πινελιά, παράγω, πάρει, πάρετε, ...
- желает στα ελληνικά - ευχές, επιθυμίες, τις επιθυμίες, επιθυμία, επιθυμεί
Τυχαίες λέξεις
Напор στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηγούμαι, βιασύνη, ορμή, χωμένος, τρέχω, εξαναγκάζω, κεφάλι, δύναμη, ξεχύνομαι, μπήγω, ώθηση, πίεση, κύμα, βία, πίεσης, πιέσεως, πιέσεις, πίεση του
Μεταφράσεις: ηγούμαι, βιασύνη, ορμή, χωμένος, τρέχω, εξαναγκάζω, κεφάλι, δύναμη, ξεχύνομαι, μπήγω, ώθηση, πίεση, κύμα, βία, πίεσης, πιέσεως, πιέσεις, πίεση του