Λέξη: ιδιοτελής

Σχετικές λέξεις: ιδιοτελής

ιδιοτελής συνώνυμο, ιδιοτελής λεξικο, ιδιοτελής ετυμολογία, ιδιοτελής ορισμός, ανιδιοτελής λεξικο

Μεταφράσεις: ιδιοτελής

ιδιοτελής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
selfish, self-interested, mercenary

ιδιοτελής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
egoísta, interés propio, egoístas, propio interés, propios intereses

ιδιοτελής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eigennützig, egoistisch, selbstsüchtig, eigennützige, eigennützigen, Eigeninteresse, eigennütziger

ιδιοτελής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
égoïste, intéressé, intéressée, propre intérêt, propres intérêts

ιδιοτελής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
egoista, egoistica, egoistico, egoisti, egoistici

ιδιοτελής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
interesseiro, interesseira, egoísta, de interesse próprio

ιδιοτελής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uit eigenbelang, zelfzuchtig, eigenbelang, zelfzuchtige, baatzuchtig

ιδιοτελής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
себялюбивый, корыстный, эгоистический, эгоистичный, корыстной, эгоистичны, собственные интересы

ιδιοτελής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
egenkjærlig, egoistisk, egeninteresse

ιδιοτελής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
självisk, egennyttig, egennyttiga, egenintresse, egennyttigt, egna intressen

ιδιοτελής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
itsekäs, pyyteellisellä, pyyteelliseen, oman edun, omaa etua

ιδιοτελής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
egennyttig, egen interesse, egoistisk, egennyttigt, egennyttige

ιδιοτελής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
egoistický, self-, vlastním, s vlastním, vlastní, samostatně výdělečně

ιδιοτελής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
egoistyczny, samolubny, własnym interesem, się własnym interesem, interesowne

ιδιοτελής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
önös, önző, önérdekű, önző érdekből, önző érdekből történő, saját érdekeit

ιδιοτελής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çıkarcı, kendi çıkarlarını, kendi çıkarını, kendi çıkarlarını düşünen, kendi çıkarlarına

ιδιοτελής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
егоїстичний, корисливий, корислива

ιδιοτελής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
egoistik, interesi vetjak, nga interesi vetjak, me interesa vetjake, interesa vetjake

ιδιοτελής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
користен, собствените си интереси, от собствените си интереси, егоистично, користолюбиво

ιδιοτελής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
карыслівы, карыслівая, карысьлівы, зайздросны

ιδιοτελής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
isekas, ise, füüsilisest isikust, füüsilisest, enda

ιδιοτελής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sebičan, egoizam, koristoljubiv, sebi ~, sebi ~ nom

ιδιοτελής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sjálf, Sjálfsafgreiðsla, sjálfstætt, Bílastæði, Sjálfsmat

ιδιοτελής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
savarankiškai, savęs, savaime, savitarnos, save

ιδιοτελής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
savtīgi

ιδιοτελής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
само-, самостојно, самоуправа

ιδιοτελής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
egoist, auto-, auto, de sine, sine

ιδιοτελής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
self-, samozaposlene, samozaposlena, samostojno

ιδιοτελής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
self
Τυχαίες λέξεις