Нарастать στα ελληνικά

Μετάφραση: нарастать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσσωρεύω, προκύπτω, αυξάνομαι, φουσκώνω, εξογκώνω, προστίθεμαι, πρήζω, δελτίο, μεγαλώνω, μορφή, μεγαλώνουν, αναπτυχθούν, αυξάνονται, αυξάνεται, αναπτύσσονται
Нарастать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • благоразумие στα ελληνικά - αίσθημα, αισθάνομαι, νόημα, αιτιολογία, κρίση, διακριτικότητα, λογική, ...
  • варварский στα ελληνικά - βάρβαρη, βάρβαρο, βάρβαρες, βαρβαρικές, βάρβαρης
  • влюблённый στα ελληνικά - ερωτευμένος, στην αγάπη, ερωτευμένη, ερωτευμένων, ερωτευμένο
  • грамзапись στα ελληνικά - ηχοληψία, ηχογράφηση, gramzapis
Τυχαίες λέξεις
Нарастать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσσωρεύω, προκύπτω, αυξάνομαι, φουσκώνω, εξογκώνω, προστίθεμαι, πρήζω, δελτίο, μεγαλώνω, μορφή, μεγαλώνουν, αναπτυχθούν, αυξάνονται, αυξάνεται, αναπτύσσονται