Αδέξιος στα αγγλικά

Μετάφραση: αδέξιος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
awkward, gawky, inept, maladroit, heavy-handed, slouch, clumsy, dabbling, gauche
Αδέξιος στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: αδέξιος

inapt
  • ακατάλληλος
  • άσχετος
  • αδέξιος
lumpy
  • έχων εξογκώματα
  • σβωλιασμένος
  • χονδρός
  • αδέξιος
unapt
  • αδέξιος
  • ακατάλληλος
clumsy
  • αδέξιος
  • άτσαλος
  • άχαρις
  • άχαρος
  • ατζαμής
  • κακότεχνος
gauche
  • αδέξιος
  • άκομψος
slouch
  • αδέξιος
  • άκομψος
squirt
  • αναιδής
  • αδέξιος
awkward
  • αδέξιος
  • άτεχνος
  • σκαιός
loutish
  • αδέξιος
lumpish
  • χονδρός
  • βαρύς
  • αδέξιος
unhandy
  • αδέξιος
  • δυσχείριστος
clownish
  • γελοίος
  • αδέξιος
  • αγροίκος
dabbling
  • αδέξιος
  • απρόσεκτος
lubberly
  • χονδρός
  • σκαιός
  • αδέξιος
skilless
  • αδαής
  • αδέξιος
ungainly
  • άκομψος
  • ανοικονόμητος
  • αδέξιος
maladroit
  • αδέξιος
unskillful
  • αδέξιος
  • ανεπιτήδειος
heavy-handed
  • αδέξιος

Σχετικές λέξεις: αδέξιος

αδέξιος συνώνυμο, αδέξιος εραστής 1985, αδέξιοσ εραστήσ, αδέξιος δεξιός, αδέξιος συνώνυμα, αδέξιος λεξικό γλώσσας αγγλικά, αδέξιος στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • αγώνας στα αγγλικά - match, combat, struggle, fight, race, competition, battle
  • αδένας στα αγγλικά - gland, follicle, gland is, glands, gland in
  • αδέσμευτος στα αγγλικά - freelance, unattached, unpleadged, uncommitted, unfettered, unbound
  • αδέσποτος στα αγγλικά - stray, ownerless, masterless, trove, trove of
Τυχαίες λέξεις
Αδέξιος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: awkward, gawky, inept, maladroit, heavy-handed, slouch, clumsy, dabbling, gauche