Нарочито στα ελληνικά

Μετάφραση: нарочито, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρητώς, ρητά, ρητή, σαφώς
Нарочито στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • будничность στα ελληνικά - καθημερινότητας, καθημερινότητα, της καθημερινότητας, την καθημερινότητα, καθημερινότητά
  • готский στα ελληνικά - γοτθικό, γοτθικός, Γοτθική, γοτθικής, γοτθικού
  • грот-мачта στα ελληνικά - κύριος ιστός, mainmast
  • жаворонок στα ελληνικά - κορυδαλλός, Lark, Κορυδαλος, κορυδαλός, αφροντισία
Τυχαίες λέξεις
Нарочито στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρητώς, ρητά, ρητή, σαφώς