Λέξη: πρακτικός
Σχετικές λέξεις: πρακτικός
πρακτικός οδηγός του δικαστικού αντιπροσώπου, πρακτικός ιδεαλισμός, πρακτικός οδηγός για τις εκλογές, πρακτικός οδηγός για δικαστικούς αντιπροσώπους 2014, πρακτικός οδηγός, πρακτικός οδηγός του εκπαιδευτή, πρακτικός οδηγός εκλογών 2010, πρακτικός οδηγός για ένα σύγχρονο διαιτολογικό γραφείο, πρακτικός οδηγός για τις εκλογές 2014, πρακτικός οδηγός δικαστικών αντιπροσώπων 2014
Συνώνυμα: πρακτικός
εγχειρήσιμος, κατεργαστός, επεξεργάσιμος, κατορθωτός, καθημερινός, συνήθης, χρήσιμος, δογματικός, φιλοπράγμων, μεθοδικός
Μεταφράσεις: πρακτικός
πρακτικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
practical, pragmatic, handy, practitioner, a practical
πρακτικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
práctico, práctica, prácticos, prácticas, la práctica
πρακτικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erfahren, praktisch, tatsächlich, pragmatisch, zweckmäßig, Praktikum, praktische, praktischen, praktischer
πρακτικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pratique, véritable, vrai, efficace, effectif, réel, positif, actuel, pratiques, concrète, la pratique
πρακτικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pratico, effettivo, pratica, pratiche, pratici, concreta
πρακτικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
poderoso, prático, prática, práticas, práticos, é prático
πρακτικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
feitelijk, praktisch, praktische, praktijk, doelmatig, concrete
πρακτικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
полезный, практический, удобный, осуществимый, фактический, практичный, утилитарный, дельный, целесообразный, действительный, практическое, практическая, практической, практические
πρακτικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
faktisk, praktisk, praktiske, praksis
πρακτικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
praktisk, praktiskt, praktiska, praktiken, konkret
πρακτικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tosiasiallinen, faktinen, toiminnan, kätevä, käytännön, toimen, näpsäkkä, käytännöllinen, käytännössä, käytännöllisiä, käytännöllistä
πρακτικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
virkelig, praktisk, praktiske, praksis, konkret
πρακτικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
účinný, praktický, skutečný, praktické, praktická, jako praktický, praktickou
πρακτικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
praktyczny, faktyczny, realny, rzeczywisty, praktyczne, praktyczna, praktycznym, praktyczną
πρακτικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tapasztalati, valóságos, gyakorlati, praktikus, a gyakorlati, gyakorlatban, konkrét
πρακτικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kullanışlı, pratik, uygulamalı, pratik bir, uygulama
πρακτικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
практичний, практичного
πρακτικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
praktik, praktike, praktikë, në praktikë, praktike për
πρακτικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
практичен, практически, практическа, практическо, практическото
πρακτικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
практычны
πρακτικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
asjalik, praktiline, praktilisi, praktilise, praktilist, praktiliste
πρακτικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stvaran, praktičnih, praktično, izvodljiv, realan, praktičan, praktičnim, praktična, praktični
πρακτικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hagnýtur, gagnlegur, hagnýt, hagnýtt, raunhæft, hagnýtar
πρακτικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
praktinis, praktiškas, praktinė, praktinių, praktinio
πρακτικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
praktisks, praktisku, praktiskā, praktiska, praktiski
πρακτικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
практични, практична, практично, практичната, практичен
πρακτικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
practic, practică, practice, practica, în practică
πρακτικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
praktična, praktične, praktičen, praktično, praktični
πρακτικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
praktický, Praktická, všeobecný, praktické, NZZ