Λέξη: δίκτυο

Σχετικές λέξεις: δίκτυο

δίκτυο ναυαρίνο, δίκτυο καταγραφής περιστατικών ρατσιστικής βίας, δίκτυο 21, δίκτυο κοινωνικής υποστήριξης προσφύγων και μεταναστών, δίκτυο μεσόγειος sos, δίκτυο ελεύθερων φαντάρων, δίκτυο πολιτών ηρακλείου, δίκτυο αλληλεγγύης ζωγράφου, δίκτυο natura 2000, δίκτυο dlna, σχολικό δίκτυο, πανελλήνιο σχολικό δίκτυο, ασύρματο δίκτυο

Συνώνυμα: δίκτυο

δίχτυ, απόχη, νέτος, παγίδα, βρόχος, παγίς, τράτα, σαγήνη, πετονιά με πολλά άγκιστρα, δικτυωτό, δικτύωμα, εμπόδιο

Μεταφράσεις: δίκτυο

δίκτυο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
network, net, network of, the network, grid

δίκτυο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
malla, red, la red, red de, de red, a la red

δίκτυο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vernetzen, netzwerk, netz, verbund, geflecht, nettwerk, Netzwerk, Netz

δίκτυο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réseau, filet, système, panneau, réseaux, réseau de, le réseau

δίκτυο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
reticolo, rete, reticella, network, di rete, rete di, della rete

δίκτυο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
trama, rede, de rede, rede de, da rede, redes

δίκτυο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
net, netwerk, het netwerk, netwerk voor

δίκτυο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
плетение, сетка, рамка, плетенка, сообщество, сеть, схема, сети, сетевой, сетевого, сетью

δίκτυο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
garn, nettverk, nett, nettverks, nettverket

δίκτυο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nät, nätverk, nätverket, nätverks, nätet

δίκτυο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
verkko, verkosto, verkon, mediassa, verkkoon, verkoston

δίκτυο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
netværk, netværket, net, nettet

δίκτυο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pletivo, systém, síť, sítě, síti, sítí, síťové

δίκτυο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
radio, nerwowy, sieć, obwód, sieci, sieciowa, siecią, sieciowy

δίκτυο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hálózat, hálózati, hálózaton, hálózatot, hálózathoz

δίκτυο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ağ, şebeke, ağı, network, bir ağ

δίκτυο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
плетінка, мережа, мережу, сітка, співтовариство, мережі

δίκτυο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrjet, rrjeti, e rrjetit, të rrjetit, rrjetit të

δίκτυο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мрежа, мрежата, на мрежата, мрежова

δίκτυο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сетка, сетку, сеткі

δίκτυο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võrgustik, võrk, võrgu, võrgustiku, võrku

δίκτυο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mreža, mrežu, mrežnu, mrežica, mreži, mreže, mrežni, mrežom

δίκτυο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kerfi, net, netið, símkerfið, netinu, neti

δίκτυο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tinklas, tinklelis, tinklo, tinklapis, tinklą, tinklu

δίκτυο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tīkls, tīklojums, tīkla, tīklu, tīklā, tïkla

δίκτυο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мрежата, мрежа, мрежата на, мрежни, мрежна

δίκτυο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
plasă, reţea, rețea, rețeaua, de rețea, rețelei, retea

δίκτυο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
omrežje, mreža, omrežja, mrežo, omrežna

δίκτυο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sít, sieť, siete, Wireless, sieti

Στατιστικά δημοτικότητας: δίκτυο

Τυχαίες λέξεις