Нарукавник στα ελληνικά
Μετάφραση: нарукавник, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μανικέτι, τονωτικό, στηρικτής, τονωτικού, bracer
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аннулирование στα ελληνικά - καταργώ, αποχώρηση, αποφυγή, ακύρωση, απάρνηση, μείωση, ανακαλώ, ...
- бездеятельный στα ελληνικά - κενός, άτονος, άδειος, ναρκωμένος, ανίσχυρος, νωχελής, άψυχος, ...
- взвешивать στα ελληνικά - αναμετρώ, ζυγίζω, συζήτηση, λέπι, συλλογίζομαι, κλιμάκωση, κλίμακας, ...
- волнорез στα ελληνικά - αποβάθρα, μόλος, κυματοθραύστης, κυματοθραύστη, λιμενοβραχίονα, λιμενοβραχίονας, προκυμαίας
Τυχαίες λέξεις
Нарукавник στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μανικέτι, τονωτικό, στηρικτής, τονωτικού, bracer
Μεταφράσεις: μανικέτι, τονωτικό, στηρικτής, τονωτικού, bracer