Λέξη: εφευρετικός
Συνώνυμα: εφευρετικός
ευφάνταστος
Μεταφράσεις: εφευρετικός
εφευρετικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
inventive, imaginative, ingenious
εφευρετικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inventivo, invención, la invención, inventiva, de la invención
εφευρετικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einfallsreich, schöpferisch, originell, erfinderisch, erfindungsgemäßen, erfindungsgemäße, erfinde, erfinderischen
εφευρετικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inventif, inventive, invention, l'invention, selon l'invention
εφευρετικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inventivo, inventiva, creativa, invenzione, creativo
εφευρετικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inventivo, inventiva, invenção, da invenção, criativos
εφευρετικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vindingrijk, inventieve, inventief, uitvinderswerkzaamheid, de uitvinding
εφευρετικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изобретательский, находчивый, изобретательный, по изобретению, изобретательской, изобретательского
εφευρετικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
oppfinnsom, oppfinnsomme, oppfinneriske, oppfinnsomt, oppfinnelses
εφευρετικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppfinnings, uppfinningsrik, uppfinningen, enligt uppfinningen, uppfinningsenliga
εφευρετικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luova, sukkela, moderni, kekseliäs, keksinnöllisen, keksinnöllinen, keksinnön mukaisen, keksinnöllistä
εφευρετικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
opfindsomme, opfindsom, ifølge opfindelsen, opfindelsen, opfinderiske
εφευρετικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vynalézavý, podle vynálezu, vynalézavé, vynalézaví, invenční
εφευρετικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pomysłowy, wynalazczy, według wynalazku, pomysłowe, wynalazkiem
εφευρετικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
invenciózus, leleményes, találékony, találmány szerinti, találmány
εφευρετικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yaratıcı, buluşa, buluş, buluşa ait, buluşa uygun
εφευρετικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
винаходи, винахідливий, вигадливий, винахідлива
εφευρετικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpikës, krijues, krijuese, inventive, inventiv
εφευρετικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изобретателен, изобретателска, изобретения, изобретателската, изобретената
εφευρετικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вынаходлівы, хітры
εφευρετικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
leidlik, leiutatud, leiutisekohase, leiutisekohane, leiutisekohast
εφευρετικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
inventivan, inventivni, inventivna, inventivne, prema izumu
εφευρετικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
frumlega, frumleg, uppfinningasami, hugvitssamur, hugmyndaríkur
εφευρετικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išradingas, išradimo, išradingi, išradinga, išradingesnė
εφευρετικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atjautīgs, izgudrojuma, radošs, izdomas, radoši
εφευρετικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
инвентивен, инвентивни, инвентивна, инвентивната, инвентивно
εφευρετικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inventiv, conform invenției, inventivă, inventive, inventivi
εφευρετικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
iznajdljivi, inventivne, inventivna, iznajdljiva, iznajdljiv
εφευρετικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vynaliezavý, vynaliezaví, vynachádzavý
Τυχαίες λέξεις