Настойчивость στα ελληνικά
Μετάφραση: настойчивость, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιμονή, υπομονή, πείσμα, καρτερία, εμμονή, την επιμονή, η επιμονή, επιμονής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авантюрист στα ελληνικά - κύριος, τυχοδιώκτης, τυχοδιώκτη, adventurer, περιπέτειας, της περιπέτειας
- встать στα ελληνικά - ορθώνομαι, διανύω, αύξηση, αυξάνομαι, ανατέλλω, είμαι, βρίσκομαι, ...
- граничить στα ελληνικά - γειτονεύω, σύνορο, εφάπτομαι, δεμένος, συνορεύω, μεθόριος, ρέλι, ...
- деликатно στα ελληνικά - ωραία, όμορφα, Εξαιρετική, καλά, πολύ καλά
Τυχαίες λέξεις
Настойчивость στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιμονή, υπομονή, πείσμα, καρτερία, εμμονή, την επιμονή, η επιμονή, επιμονής
Μεταφράσεις: επιμονή, υπομονή, πείσμα, καρτερία, εμμονή, την επιμονή, η επιμονή, επιμονής