Λέξη: άξιος

Σχετικές λέξεις: άξιος

άξιος ποταμός, άξιος στα αρχαία ελληνικά, άξιος της νηός ο ναύκληρος, άξιοσ λόγοσ, άξιος εστί μίκης θεοδωράκης, άξιος εστί, άξιος λόγος οι τροβαδούροι της καρδιάς μου, άξιος συνώνυμο, άξιος συνώνυμα, άξιος ο μισθός σου

Συνώνυμα: άξιος

ικανός, δυνάμενος, όποιος μπορεί να, όποιος είναι στη θέση να, όποιος καταφέρνει, αυτός που αξίζει, αξίζων, έξοχος, επιδεκτικός, αξιέπαινος, αξιόλογος

Μεταφράσεις: άξιος

άξιος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
meritorious, eligible, worthy, worth, deserving, capable, worthy of

άξιος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
benemérito, digno, honorable, meritorio, elegible, digna, dignos, dignas, merece

άξιος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wahlfähige, erhaben, auswählbare, verdienstlich, würdig, nobel, bieder, geeignet, verdienstvoll, wert, verdient, würdigen, würdige

άξιος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
honorable, opportun, précieux, louable, convenable, vénérable, élevé, respectable, méritoire, adéquat, utile, digne, compétent, admissible, idoine, noble, dignes, mérite, méritent, digne de

άξιος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
degno, adatto, degna, degni, degne, meritevole

άξιος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
valor, digno, nobre, digna, dignos, merecedor, dignas

άξιος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
edel, adellijk, waar, nobel, waardig, edelman, eerzaam, waard, waardige, verdient, het waard

άξιος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подходящий, подобающий, величественный, уважительный, похвальный, заслуживающий, годный, достойный, пригодный, желательный, почтенный, достопочтенный, благородный, соответствующий, достойным, достоин, достойны, достойно

άξιος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
verdig, aktverdig, passende, verdige, verdt, verdig til, verd

άξιος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
värdig, värd, värda, värdiga, värt

άξιος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kelpo, kunnollinen, pätevä, kunnioitettava, ylhäinen, aatelinen, kunnon, jalo, sallittu, arvokas, arvoinen, ansaitsee, arvoisia, kelvollisia

άξιος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
værdig, værdige, værd, fortjener, værdigt

άξιος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hodnotný, chvályhodný, záslužný, oprávněný, ctihodný, vhodný, důstojný, hoden, hodný, zaslouží, hodni

άξιος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wartościowy, obieralny, godzien, godny, odpowiedni, czcigodny, chwalebny, zbożny, wybieralny, godne, godnym, godna

άξιος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
méltó, érdemes, dicséretes, érdemdús, választható, érdemesek, érdemesnek

άξιος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
münasip, uygun, ulu, layık, değer, değerli, yakışır, hak

άξιος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підходящий, вартості, придатний, бажаний, похвально, підхожий, гідний, гідну, достойний, гідна, вартий

άξιος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i denjë, denjë, të denjë, denjë për, meriton

άξιος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
достоен, достойни, достойно, заслужава, достойна

άξιος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
годны, дастойны, варты, годную, прыстойны

άξιος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teenekas, vääriline, sobiv, väärt, väärib, väärivad

άξιος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
podesan, podoban, kvalificiran, dostojan, zaslužan, vrijedan, zaslužuje, dostojni, dostojna, vrijedna

άξιος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
verðugt, verður, vert, verðug, verðugur

άξιος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
dignus

άξιος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vertas, verta, verti, užsakomos, vertos

άξιος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cienīgs, vērts, cienīgi, cienīga

άξιος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
достоен, достојна, достојно, достојни, пристоен

άξιος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vrednic, demn, demnă, demne, vrednici

άξιος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vredni, vreden, vredne, vredna, vredno

άξιος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
záslužný, schopný, hodnotný, cenný, hodnotného, hodnotné, cenným
Τυχαίες λέξεις