Наступать στα ελληνικά
Μετάφραση: наступать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πνιγηρός, αποπνιχτικός, ωριμάζω, έρχομαι, μεστός, φθάνω, φτάνω, ώριμος, τσαλαπατώ, μεστώνω, πατημασιά, βήμα, κολλητός, κοντά, προκαταβολή, πρόοδος, προωθήσει, την προώθηση, προχωρήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- веллингтон στα ελληνικά - Γουέλινγκτον, Wellington, Ουέλινγκτον, Ουέλλινγκτον, του Ουέλλινγκτον
- высушиться στα ελληνικά - στεγνός, ξηρός, στεγνώσει, στεγνώστε, στεγνώσουν καλά, στεγνώνετε, στεγνώσουν
- геофагия στα ελληνικά - geophagic
- гипс στα ελληνικά - ρίξιμο, αλάβαστρο, βολή, γύψος, λευκοπλάστης, επιτελείο, γύψου, ...
Τυχαίες λέξεις
Наступать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πνιγηρός, αποπνιχτικός, ωριμάζω, έρχομαι, μεστός, φθάνω, φτάνω, ώριμος, τσαλαπατώ, μεστώνω, πατημασιά, βήμα, κολλητός, κοντά, προκαταβολή, πρόοδος, προωθήσει, την προώθηση, προχωρήσει
Μεταφράσεις: πνιγηρός, αποπνιχτικός, ωριμάζω, έρχομαι, μεστός, φθάνω, φτάνω, ώριμος, τσαλαπατώ, μεστώνω, πατημασιά, βήμα, κολλητός, κοντά, προκαταβολή, πρόοδος, προωθήσει, την προώθηση, προχωρήσει