Λέξη: επιθεωρητής

Σχετικές λέξεις: επιθεωρητής

επιθεωρητής ανυψωτικών μηχανημάτων, επιθεωρητής ρεξ, επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης λέανδρος ρακιντζής, επιθεωρητής rex, επιθεωρητής κλουζώ, επιθεωρητής αναδιοργάνωσης του στρατού ξηράς στο γεεθα, επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης, επιθεωρητής rex επεισοδια, επιθεωρητής μονταλμπάνο, επιθεωρητής περιβάλλοντος, ενεργειακός επιθεωρητής, ο επιθεωρητής

Συνώνυμα: επιθεωρητής

τοπογράφος, καταμετρητής, γεωμέτρης, επόπτης

Μεταφράσεις: επιθεωρητής

επιθεωρητής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
inspector, surveyor, inspector shall, auditor

επιθεωρητής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
visitador, inspector, inspector de, inspectores, inspector del, el inspector

επιθεωρητής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schaffner, bauaufseher, kontrolleur, inspektor, aufseher, Inspektor, Prüfer, Kontrolleur

επιθεωρητής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vérificateur, contrôleur, inspecteur, inspecteur de, l'inspecteur, inspecteur en

επιθεωρητής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
controllore, ispettore, ispezione, finestra di ispezione, di ispezione, dell'ispettore

επιθεωρητής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inspector, inspetor, inspetor de, fiscal

επιθεωρητής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inspecteur, opzichter, controleur, inspector

επιθεωρητής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
браковщик, наблюдатель, досмотрщик, ревизор, смотритель, инспектор, обследователь, осмотрщик, контроллер, контролёр, обходчик, надзиратель, контролер, инспектора, инспектором, следователь

επιθεωρητής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
inspektør, inspektøren, Inspektøren

επιθεωρητής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inspektör, inspektören, granskaren

επιθεωρητής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tutkija, tarkastaja, tarkastajan, tarkastuslistaa, tarkastajalle, tarkastajalla

επιθεωρητής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
inspektør, inspektøren

επιθεωρητής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
inspektor, dozorce, revizor, kontrolor, inspektorem, inspektora, Paletka

επιθεωρητής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wizytator, inspirator, lustrator, kontroler, inspektor, inspektora, inspektorem, inspector

επιθεωρητής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ellenőr, felügyelő, ellenőrnek, ellenőrt, ellenőre

επιθεωρητής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
müfettiş, Inspector, müfettişi, denetçisi, denetçi

επιθεωρητής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
інспекції, інспектор, инспектор, інспектора

επιθεωρητής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
inspektor, inspektori, Inspektor i, inspektori i, Inspektor i mbrojtjes

επιθεωρητής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инспектор, инспектор на, инспекторът, инспектора

επιθεωρητής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
інспектар, інспэктар

επιθεωρητής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
inspektor, inspektori, kontrollija, inspektorile, inspektoril

επιθεωρητής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
inspektor, nadzornik, inspektora, inspektor zaštite, inspektor je, kontrolor

επιθεωρητής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skoðunarmaður, eftirlitsmaður, skoðunarmaðurinn, Skoðunarmanni, Skoðunarmanni er

επιθεωρητής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
inspektorius, paskirtas inspektorius, inspektoriui, inspektoriaus, inspektorių

επιθεωρητής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
inspektors, inspektoram, inspektoru, pilnvarots inspektors

επιθεωρητής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
инспектор, инспекторот, инспектор за, инспектори

επιθεωρητής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inspector, inspectorul, inspector de, inspectorului, inspector al

επιθεωρητής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
inšpektor, inšpektor za, inśpektor, inšpektorja, kontrolor

επιθεωρητής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
inšpektor, dozorný úradník, dozorný úradník pre, kontrolór, úradník

Στατιστικά δημοτικότητας: επιθεωρητής

Τυχαίες λέξεις