Λέξη: γερανός

Σχετικές λέξεις: γερανός

γερανός μηχάνημα, γερανός στη λάρνακα, γερανός ανύψωσης ασθενών, γερανός λάρνακα, γερανός οριγκάμι, γερανός με καλάθι, γερανός πτηνό, γερανός αγγλικά, γερανός για μεταφορά αυτοκινήτου, γερανός αυτοκινήτων

Συνώνυμα: γερανός

λελέκι, πελαργός, μεγάλος γερανός, κράζων

Μεταφράσεις: γερανός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
crane, tow truck, derrick, crane shall, crane is
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
grulla, grúa, la grúa, grúa de, grúas, de la grúa
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kran, kranich, Kran, Krans, crane
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
grue, grues, la grue, crane, pont
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gru, crane, della gru, gru a, di gru
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
guindaste, grou, grua, crane, guindaste de, gruas
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kraanvogel, hijskraan, kraan, crane, kranen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кран, тянуться, журавль, сифон, крана, кран в, кранов
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kran, kranen, crane
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
trana, lyftkran, kran, kranen, crane
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nostolaite, nostokurki, nosturi, ojentaa, kurki, nosturin, kuormaimella, nosturiautot, kuormainta
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kran, kranen, kraner, crane, kranens
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jeřáb, jeřábové, jeřábu, crane, jeřáby
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dźwignik, suwnica, dźwignica, dźwig, żuraw, crane, żurawia, dźwigu
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
daru, darus, crane, daruval, darut
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vinç, Crane, vinci, vinçli
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кран, тягнутися, тягтися, журавель
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vinç, vinçi, piruni, krilat, lejlek
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жерав, кран, кранове, крана
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кран
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kraana, sookurg, crane, kraanade, kraanaga, kraanad
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dizalica, ždral, dizalicom, Crane, dizalice, dizalica nosivosti, kran
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
krani, krana, Crane, kraninn, krani með
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kranas, gervė, krano, kranu, kranų
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
celtnis, dzērve, crane, autoceltnis, celtņa, krāns
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кранот, кран, дигалка, кран за, се Кран
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
macara, cocor, macaralei, de macara, crane, macaraua
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
žerjav, crane, dvigalo, žerjava, dvigala
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
žeriav, crane

Στατιστικά δημοτικότητας: γερανός

Τυχαίες λέξεις