Насущный στα ελληνικά

Μετάφραση: насущный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επείγων, απαραίτητος, καθημερινός, άμεσος, επιτακτικός, αυταρχικός, ουσιώδης, ζωτικός, αλαζονικός, δεσποτικός, επείγουσα, επείγουσες, επείγοντα, επειγόντως
Насущный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бдительность στα ελληνικά - ρολόι, φρουρά, ετοιμότητα, επαγρύπνηση, παρακολουθώ, βλέπω, επαγρύπνησης, ...
  • бесхарактерный στα ελληνικά - ασπόνδυλος, απρόσωπου, χωρίς χαρακτήρα
  • брусчатка στα ελληνικά - τοποθετώ, καθορισμένος, Ρυθμ, Ρυθμίσεις, sett, ρύθμ, διαμόρφ
  • гидролиз στα ελληνικά - υδρόλυση, υδρόλυσης, υδρολύσεως, την υδρόλυση, η υδρόλυση
Τυχαίες λέξεις
Насущный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επείγων, απαραίτητος, καθημερινός, άμεσος, επιτακτικός, αυταρχικός, ουσιώδης, ζωτικός, αλαζονικός, δεσποτικός, επείγουσα, επείγουσες, επείγοντα, επειγόντως