Λέξη: περιποιούμαι

Σχετικές λέξεις: περιποιούμαι

περιποιούμαι κλιση, περιποιούμαι παρατατικός, περιποιούμαι συνωνυμα, περιποιούμαι αγγλικα

Συνώνυμα: περιποιούμαι

φυλάσσω, φυλάττω, ρέπω, φροντίζω, κλίνω, ερωτοτροπώ, κορτάρω, τρέφω, θηλάζω, νοσηλεύω, κερνώ, τρατάρω, μεταχειρίζομαι, θεραπεύω, διαπραγματεύομαι, περιθάλπτω, διατηρώ, αγαπώ, διασκεδάζω, φιλοξενώ

Μεταφράσεις: περιποιούμαι

περιποιούμαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tend, nurse, spruce, groom, entertain, cherish

περιποιούμαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inclinarse, cuidar, servir, guardar, propender, vigilar, enfermera, enfermero, la enfermera, enfermera de, enfermería

περιποιούμαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bedienen, pflegen, betreuen, abzielen, Krankenschwester, Schwester, Pflegerin, Amme

περιποιούμαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
garder, desservir, incliner, viser, tendre, soigner, servir, infirmière, infirmier, nourrice, l'infirmière, une infirmière

περιποιούμαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tendere, infermiera, infermiere, un'infermiera, nutrice, l'infermiere

περιποιούμαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dez, tender, enfermeira, enfermeiro, da enfermeira, enfermagem, enfermeira de

περιποιούμαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bedienen, verpleegster, verpleegkundige, nurse, verpleegsters, verpleger

περιποιούμαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ухаживать, вести, клониться, холить, обслуживать, направляться, способствовать, заботиться, медсестра, няня, медсестрой, медицинская сестра

περιποιούμαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
betjene, sykepleier, sykepleieren, nurse, helsesøster

περιποιούμαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sjuksköterska, sjuksköterskan, sköterska, sköterskan

περιποιούμαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaalia, huolehtia, viettää, hoitaa, sairaanhoitaja, hoitaja, nurse, sairaanhoitajan, hoitajan

περιποιούμαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sygeplejerske, sygeplejersken, sygeplejersker, sygeplejerske med

περιποιούμαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mířit, hlídat, ošetřovat, obsluhovat, směřovat, něžný, opatrovat, inklinovat, zdravotní sestra, sestra, sestřička, ošetřovatelka, chůva

περιποιούμαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zmierzać, skłaniać, pilnować, kłaniać, dążyć, dozorować, doglądać, opiekować, pielęgniarka, pielęgniarki, pielęgniarką, nurse, pielęgniarkę

περιποιούμαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nővér, ápoló, a nővér, nővért, ápolónő

περιποιούμαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hemşire, hemşiresi, hemşirenin, nurse, hemşireniz

περιποιούμαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
доглядати, іти, направлятись, дбати, направлятися, медсестра

περιποιούμαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
synoj, prirem, infermiere, infermierja, infermiere e, infermier, taja

περιποιούμαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
медицинска сестра, сестра, медицинската сестра

περιποιούμαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
медсястра

περιποιούμαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teenindama, talitama, kalduma, õde, meditsiiniõde, õe, meditsiiniõe, õele

περιποιούμαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ciljati, težiti, nastojati, stremiti, sestra, medicinska sestra, medicinske sestre, bolničarka, sestri

περιποιούμαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hjúkrunarfræðingur, hjúkrunarfræðingurinn, hjúkrunarkona, hjúkrunarfræðing, fóstra

περιποιούμαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
slaugytoja, medicinos sesuo, slaugytojas, seselė, slaugytojai

περιποιούμαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
medmāsa, māsa, medicīnas māsa, medicīnas māsai, nurse

περιποιούμαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
медицинска сестра, сестра, сестрата, медицинската сестра

περιποιούμαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
asistentă, asistenta, asistentă medicală, asistenta medicala, asistentei medicale

περιποιούμαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sklon, medicinska sestra, nurse, sestra, medicinsko sestro

περιποιούμαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sklon, smerovať, zdravotná, zdravotné, zdravotnej, zdravotnú, zdravotný
Τυχαίες λέξεις