Насыщать στα ελληνικά

Μετάφραση: насыщать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανοποιώ, γεμίζω, μουσκεύω, χορταίνω, διαβρέχω, κορεσμό, κορεστεί, τον κορεσμό, κορεσθούν
Насыщать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безнадзорность στα ελληνικά - αμελώ, αμέλεια, παραμέληση, παραμέλησης, αμέλειας, εγκατάλειψης
  • булькнуть στα ελληνικά - bulknut
  • выпросить στα ελληνικά - να, για να, σε, για, με
  • динозавр στα ελληνικά - δεινόσαυρος, δεινοσαύρων, δεινόσαυρο, δεινοσαύρου, δεινόσαυρου
Τυχαίες λέξεις
Насыщать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανοποιώ, γεμίζω, μουσκεύω, χορταίνω, διαβρέχω, κορεσμό, κορεστεί, τον κορεσμό, κορεσθούν