Λέξη: μετάλλευμα

Σχετικές λέξεις: μετάλλευμα

μετάλλευμα του εδάφους της αφρικής, ορυκτό μετάλλευμα

Συνώνυμα: μετάλλευμα

ορυκτό

Μεταφράσεις: μετάλλευμα

μετάλλευμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mineral, ore, ore is, the ore, an ore

μετάλλευμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mineral, mena, mineral de, de mineral, de mineral de

μετάλλευμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mineral, anorganisch, erz, mineralisch, Erz, ore, Erzes, Erze, Eisenerz

μετάλλευμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fini, minerai, minerais, le minerai, de minerai, du minerai

μετάλλευμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
minerale, ore, minerale di, di minerale, del minerale

μετάλλευμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
minérios, mineral, minério, minerais, mineiro, minério de, de minério, de minério de

μετάλλευμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
erts, delfstof, mineraal, ore, ertsen, hours

μετάλλευμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
металл, минеральный, ископаемый, воск, минерал, озокерит, руда, руды, руду, руд, рудного

μετάλλευμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
malm, mineral, malmen, ore

μετάλλευμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mineral, malm, malmen

μετάλλευμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mineraali, malmi, malmin, malmia, ore, malmista

μετάλλευμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
malm, mineral, malmen, malme, øre, af malm

μετάλλευμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
minerální, nerostný, minerál, nerost, ruda, rudy, rud, rudu, ore

μετάλλευμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kruszec, kopalny, ruda, kopalina, mineralny, minerał, rudy, rud, ore

μετάλλευμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ásványi, ásvány, érc, ore, ércet, ércek, vasérc

μετάλλευμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mineral, maden, cevher, cevheri, maden cevheri

μετάλλευμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
метал, гірник, руда, шахтар, ері, рудокоп, руди

μετάλλευμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mineral, xeheror, ore, ore të, xeherorëve

μετάλλευμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
руда, минерал, Ore, руди, рудата

μετάλλευμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
руды

μετάλλευμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
öör, anorgaaniline, mineraal, oregon, maak, ore, maagi, plii ore, maakide

μετάλλευμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kovina, mineral, metal, mineralni, ruda, rude, rudača, rudače, ore

μετάλλευμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
málmgrýti, Ore, eða fleixi, fleixi

μετάλλευμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mineralas, mineralinis, rūda, rūdos, ore, rūdų, rūdą

μετάλλευμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
minerāls, rūda, rūdas, rūdu, ore

μετάλλευμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
минерал, руда, рудата, руди, на руда

μετάλλευμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
minereu, mineral, minereu de, minereului, minereurilor, de minereu

μετάλλευμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
minerální, minerál, ruda, rude, rudo, ore, rud

μετάλλευμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ruda, minerál, červena, rudy
Τυχαίες λέξεις