Невиновен στα ελληνικά

Μετάφραση: невиновен, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αθώος, απέριττος, αγνός, αθώα, αθώων, αθώο, αθώους
Невиновен στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вонять στα ελληνικά - βρώμα, δυσωδία, βρωμάει, βρωμούσα του, αποφορά
  • голландия στα ελληνικά - Ολλανδία, Κάτω Χώρες, Κάτω Χωρών, Ολλανδική, Ολλανδίας
  • действительность στα ελληνικά - κύρος, γεγονός, δικαίωμα, ισχύς, δεξιός, ουσία, σωστός, ...
  • епископство στα ελληνικά - επισκοπή, επισκοπής, episcopacy, Επισκοπεία
Τυχαίες λέξεις
Невиновен στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αθώος, απέριττος, αγνός, αθώα, αθώων, αθώο, αθώους