Неподатливый στα ελληνικά
Μετάφραση: неподатливый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγροίκος, ισχυρογνώμονας, πεισματάρης, επίμονος, ανέκδοτος, ανένδοτο, ανυποχώρητη, την άκαμπτη, είναι ανένδοτο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беззвучный στα ελληνικά - σιωπηλός, χαζός, μουγγός, αθόρυβος, άηχος, soundless, αθόρυβη, ...
- валяться στα ελληνικά - κυλιέμαι στη λάσπη, βυθιζόμαστε, wallow, βυθίζεται, κυλιούνται
- вождение στα ελληνικά - οδήγηση, ναυτιλία, οδήγησης, οδηγήσεως, την οδήγηση, οδηγική
- дебошир στα ελληνικά - ταραχώδης, εριστικός, νταής, θορυβώδες, και θορυβώδες, θωρυβώδες
Τυχαίες λέξεις
Неподатливый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγροίκος, ισχυρογνώμονας, πεισματάρης, επίμονος, ανέκδοτος, ανένδοτο, ανυποχώρητη, την άκαμπτη, είναι ανένδοτο
Μεταφράσεις: αγροίκος, ισχυρογνώμονας, πεισματάρης, επίμονος, ανέκδοτος, ανένδοτο, ανυποχώρητη, την άκαμπτη, είναι ανένδοτο