Λέξη: αυτοκρατορικός

Σχετικές λέξεις: αυτοκρατορικός

αυτοκρατορικός σταυρός, αυτοκρατορικός λώρος, αυτοκρατορικός αετός, αυτοκρατορικός πιγκουίνος, αυτοκρατορικός σκορπιός

Συνώνυμα: αυτοκρατορικός

επιβλητικός, κατακτητικός

Μεταφράσεις: αυτοκρατορικός

αυτοκρατορικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
autocratic, imperial, imperialistic, an imperial, the imperial

αυτοκρατορικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
autocrático, imperial, imperiales, de Imperial, imperial de

αυτοκρατορικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
autokratisch, kaiserlich, kaiserlichen, Kaiser, Reichs, kaiserliche

αυτοκρατορικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
autocratique, impériale, impérial, Imperial, impériales, empire

αυτοκρατορικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
imperiale, Imperial, imperiali

αυτοκρατορικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
imperial, imperiais, imperialista, imperial de

αυτοκρατορικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
keizerlijk, imperiaal, keizerlijke, imperiale, imperial

αυτοκρατορικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
властный, самодержавный, самовластный, диктаторский, деспотический, автократический, имперский, Imperial, имперской, имперская, императорская

αυτοκρατορικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
imperial, keiserlig, keiser, keiserlige, imperialistisk

αυτοκρατορικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
imperial, kejserliga, imperialistiska, kejsar, imperialistisk

αυτοκρατορικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keisarillinen, Imperial, keisarillisen, Imperiumin, keisarin

αυτοκρατορικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
imperial, kejserlige, kejserlig, imperialistiske, imperialistisk

αυτοκρατορικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
autokratický, císařský, imperiální, císařská, císařské, cisařský

αυτοκρατορικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
autokratyczny, cesarski, cesarskiej, imperial, imperialnej, cesarska

αυτοκρατορικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
császári, birodalmi, Imperial, angolszász, parlagi

αυτοκρατορικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
imparatorluk, Imperial, emperyal, emperyalist, The Imperial

αυτοκρατορικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
самодержавний, деспотичний, автократичний, імперський, імперське, імперського

αυτοκρατορικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
perandorak, perandorake, imperiale, imperial, imperialiste

αυτοκρατορικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
имперски, императорски, имперска, имперската, императорския

αυτοκρατορικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
імпэрскі, імперскі, імперская, выразна імпэрскі

αυτοκρατορικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
autokraatlik, keiserlik, Imperial, keiserliku, inglise süsteemi, inglise mõõdusüsteemi

αυτοκρατορικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
apsolutistički, silnički, imperijalni, carski, Imperial, carska, imperijalna

αυτοκρατορικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Imperial, keisaralegi, Á Imperial, Keisarahöllin

αυτοκρατορικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
imperinis, imperijos, imperinė, imperatoriaus, aukščiausias

αυτοκρατορικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
imperatora, impērijas, imperial, imperiāls, ekipāžas jumts

αυτοκρατορικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
империјална, царски, царскиот, империјалната, империјални

αυτοκρατορικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
imperial, imperială, imperiale, imperiala, Imperial din

αυτοκρατορικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
imperial, cesarsko, cesarski, cesarska, imperialni

αυτοκρατορικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
autokratický, absolutistický, cisársky, cisarsky
Τυχαίες λέξεις