Λέξη: ρεζιλεύω
Συνώνυμα: ρεζιλεύω
μωραίνω, γελοιοποιώ, εξευτελίζω, ταπεινώνω
Μεταφράσεις: ρεζιλεύω
ρεζιλεύω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stultify, humiliate
ρεζιλεύω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
embrutecer, atrofiar, anquilosar, estultifique
ρεζιλεύω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verdummen, blamieren, stultify, lähmen, zu verdummen
ρεζιλεύω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
déjouer, ridiculiser, abrutir, abêtir, déshumaniser, stultify, paralyserait
ρεζιλεύω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
neutralizzare, invalidare
ρεζιλεύω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
invalidar, estultificar, stultify, estultificar a, estultificar o
ρεζιλεύω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
versuffen, stompen, te stompen, te bespotten, af te stompen
ρεζιλεύω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сводить на нет, отупляющие, смешном виде
ρεζιλεύω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stultify
ρεζιλεύω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
misstänkliggöra
ρεζιλεύω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nolata, tylsistää
ρεζιλεύω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stultify
ρεζιλεύω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zesměšnit, zmařit, blamovat, ohlupovat, učinit absurdním
ρεζιλεύω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ośmieszać, udaremnić, udaremniać
ρεζιλεύω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyengít
ρεζιλεύω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aptallaştırmak, stultify, iptal etmek, küçük düşürmek, aptal durumuna düşürmek
ρεζιλεύω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зводити нанівець
ρεζιλεύω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
budallallos, asgjësoj, trullos
ρεζιλεύω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разстройвам, омаловажавам, окарикатурявам, обезсмисля, доказвам невменяемостта на
ρεζιλεύω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зводзіць, звадзіць, звесці
ρεζιλεύω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nüristama, rumaldama, Tylsistää, narriks tegema, narriks
ρεζιλεύω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osakatiti, napraviti smiješnim, smiješnim
ρεζιλεύω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stultify
ρεζιλεύω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atbukinti, apkvailintų, apjuokti, Eksponavo į juokingi, apkvailinti
ρεζιλεύω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stultify
ρεζιλεύω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
задуши, омаловажавам, ги задуши
ρεζιλεύω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lua în râs, ridiculiza, minimaliza, imbeciliza, prosti
ρεζιλεύω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stultify
ρεζιλεύω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zosmiešniť