Непозволительный στα ελληνικά

Μετάφραση: непозволительный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάρμοστος, απρεπής, ανεπίτρεπτη, ανεπίτρεπτο, ανεπίτρεπτες, αθέμιτη, απαράδεκτο
Непозволительный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • атторней στα ελληνικά - συνήγορος, δικηγόρος, πληρεξούσιος, Εισαγγελέα, Εισαγγελέας, δικηγόρο
  • безначалие στα ελληνικά - αναρχία, αναρχίας, την αναρχία, η αναρχία, της αναρχίας
  • дезодорант στα ελληνικά - αποσμητικό, αποσμητικά, αποσμητικού, αποσμητική, αποσμητικές
  • домицилий στα ελληνικά - κατοικία, κατοικίας, έδρα, την κατοικία, έδρας
Τυχαίες λέξεις
Непозволительный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάρμοστος, απρεπής, ανεπίτρεπτη, ανεπίτρεπτο, ανεπίτρεπτες, αθέμιτη, απαράδεκτο