Λαξεύω στα αγγλικά
Μετάφραση: λαξεύω, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chisel, sculpt, carve, hew, chase
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: λαξεύω
hew
- λαξεύω
- πελεκώ
- κυνηγώ
- διώκω
- τρέχω από πίσω
- καταδιώκω
- λαξεύω
- σκαλίζω
- πελεκώ
- λαξεύω
- σμιλεύω
- απατώ
Σχετικές λέξεις: λαξεύω
λαξεύω αγγλικά, λαξεύω συνωνυμα, λαξεύω ετυμολογια, λαξεύω λεξικό γλώσσας αγγλικά, λαξεύω στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- λανολίνη στα αγγλικά - lanolin, lanoline, wool fat
- λαξευτής στα αγγλικά - sculptor, chiseler, carved
- λαρδί στα αγγλικά - lard, subcutaneous fat, bacon, pig fat
- λαρυγγικός στα αγγλικά - guttural, throaty, laryngeal
Τυχαίες λέξεις
Λαξεύω στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: chisel, sculpt, carve, hew, chase
Μεταφράσεις: chisel, sculpt, carve, hew, chase