Неприрученный στα ελληνικά
Μετάφραση: неприрученный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θηριώδης, άγριος, ατίθασος, αδάμαστη, ατίθαση, ατίθασο, αδάμαστο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бальзам στα ελληνικά - βάλσαμο, balm, Βάλσαμα, βάλσαμο για, μελισσόχορτου
- вкрапленный στα ελληνικά - ενταγμένες, ενσωματωμένη, ενσωματωμένο, ενσωματωμένες, ριζωμένους
- вытапливать στα ελληνικά - λιώνω, ζεσταίνω, ζέστη, θερμαίνω, στάζει, χυθεί
- единоборство στα ελληνικά - καταπολεμώ, αγώνας, μονομαχία, μάχη, ενιαίο αγώνα, ενιαίου αγώνα
Τυχαίες λέξεις
Неприрученный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θηριώδης, άγριος, ατίθασος, αδάμαστη, ατίθαση, ατίθασο, αδάμαστο
Μεταφράσεις: θηριώδης, άγριος, ατίθασος, αδάμαστη, ατίθαση, ατίθασο, αδάμαστο