Неукоснительный στα ελληνικά
Μετάφραση: неукоснительный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαρκής, επίμονος, αυστηρός, αυστηρή, αυστηρό, αυστηρές, αυστηρής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- валлонский στα ελληνικά - Βαλλονίας, της Βαλλονίας, Βαλονίας, Βαλλωνία, Βαλλωνική
- гипнотический στα ελληνικά - υπνωτικός, υπνωτική, υπνωτικό, υπνωτικές, υπνωτικής
- двусмысленность στα ελληνικά - ασάφεια, αμφισημία, ασάφειας, αμφιβολία, αμφισημίας
- дохристианский στα ελληνικά - προχριστιανική, προχριστιανικό, προχριστιανικά, προχριστιανικής, προχριστιανικών
Τυχαίες λέξεις
Неукоснительный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαρκής, επίμονος, αυστηρός, αυστηρή, αυστηρό, αυστηρές, αυστηρής
Μεταφράσεις: διαρκής, επίμονος, αυστηρός, αυστηρή, αυστηρό, αυστηρές, αυστηρής