Никнуть στα ελληνικά

Μετάφραση: никнуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπαϊράκι, σημαία, λάβαρο, niknut
Никнуть στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • багрянистый στα ελληνικά - μωβ, πορφυροειδής, μοβ, purplish, πορφυρό
  • восполнить στα ελληνικά - γεμίζω, κάνω, συσκευάζω, τράπουλα, εξαναγκάζω, κατασκευάζω, πακέτο, ...
  • гибралтар στα ελληνικά - πέτρα, ροκ, κουνώ, λικνίζω, Γιβραλτάρ, του Γιβραλτάρ, το Γιβραλτάρ, ...
  • глубинный στα ελληνικά - βαθύς, βαθιά, βαθύ, βάθος, βαθιές
Τυχαίες λέξεις
Никнуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπαϊράκι, σημαία, λάβαρο, niknut