Λέξη: επουλώνομαι

Μεταφράσεις: επουλώνομαι

επουλώνομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
heal, scar over, skin over

επουλώνομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
encarnar, curar, cicatrizar, cicatrizarse, sanar, cicatriz sobre, CPIA en

επουλώνομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
heilen, kurieren, vernarben

επουλώνομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
soigner, traiter, se cicatriser, cicatriser, cicatrisera

επουλώνομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sanare, guarire, risanare, rimarginare, cicatrice, sfregiare, scar, la cicatrice, cicatrizzare

επουλώνομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
matrizes, sarar, curar, cicatrizar, cicatrizar sobre

επουλώνομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
helen, genezen, litteken, littekens, litteken van, wondteken, scar

επουλώνομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
зарубцовываться, заживляться, уврачевать, залечивать, заживить, врачевать, отхаживать, зажить, излечить, лечить, заживать, излечивать, исцелить, исцелять, вылечить, заживлять, шрам над

επουλώνομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
helbrede, lege, kurere, arr, arret, arrdannelse

επουλώνομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
läka, bota, ärr, scar, ärret, scaren, ojämnare ärr

επουλώνομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
parantua, parantaa, arpeutua

επουλώνομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ar, skæmmer, arret, at ar

επουλώνομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
léčit, uzdravit, zhojit, hojit, zacelit, jizva, jizvy, jizvu

επουλώνομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uzdrawiać, uzdrowić, wyleczyć, uśmierzyć, wydobrzeć, uspokajać, leczyć, łagodzić, bliźnić, zagoić, uleczyć, goić, zabliźnić się

επουλώνομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
heg, sebet, sebeket ejtettek, sebet okozott, scar

επουλώνομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iyileşmek, iyileştirmek, kapanmak, kabuk bağlamak

επουλώνομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виліковувати, вилікувати, загоїтися, гоїтися, шрам, рубець

επουλώνομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shëroj, mbresë, të lë mbresë, lë mbresë, gjurmë, gjurmë në

επουλώνομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
белег, белег на, се белег на, се белег

επουλώνομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шнар, шрам

επουλώνομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ravima, paranema, Arpeutua

επουλώνομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izliječiti, ožiljak

επουλώνομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
græða, gróa, ör

επουλώνομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rembėti, Zabliźnić

επουλώνομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izārstēt, rēta, rētas

επουλώνομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лузна, оставаат белег, оставаат белег на

επουλώνομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vindeca, cicatrice, cicatrici, cicatriza, scar, cicatrizarea

επουλώνομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
brazgotina

επουλώνομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
jazva, jazvy
Τυχαίες λέξεις