Новелла στα ελληνικά
Μετάφραση: новелла, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιστορία, καινοφανής, μυθιστόρημα, παραμύθι, διήγημα, σύντομη ιστορία, μικρή ιστορία, διηγήματος, διήγημα του
Μεταφράσεις
- антарктика στα ελληνικά - Ανταρκτική, Ανταρκτικής, της Ανταρκτικής, ανταρκτικό, ανταρκτικά
- вьетнамка στα ελληνικά - Βιετνάμ, Βιετναμέζικη, vietnamese, βιετναμέζικα, του Βιετνάμ
- дивизион στα ελληνικά - συστοιχία, μπαταρία, τάγμα, διαίρεση, τμήμα, κατανομή, διαίρεσης, ...
- драматический στα ελληνικά - δραματικός, δραματική, δραματικές, δραματικό, δραματικά
Τυχαίες λέξεις
Новелла στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιστορία, καινοφανής, μυθιστόρημα, παραμύθι, διήγημα, σύντομη ιστορία, μικρή ιστορία, διηγήματος, διήγημα του
Μεταφράσεις: ιστορία, καινοφανής, μυθιστόρημα, παραμύθι, διήγημα, σύντομη ιστορία, μικρή ιστορία, διηγήματος, διήγημα του