Новехонький στα ελληνικά
Μετάφραση: новехонький, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέντα, νομισματοκοπείο, ολοκαίνουργιο, ολοκαίνουργια, ολοκαίνουριο, καινούργια, νέο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- арестантская στα ελληνικά - κατάδικος, κατάδικο, κατάδικου, καταδίκων, κατάδικοι
- бубен στα ελληνικά - ντέφι, tambourine, ταμπουρίνο, το ντέφι, ντεφιού
- бурак στα ελληνικά - παντζάρι, τεύτλων, παντζάρια, τα παντζάρια, τεύτλων που
- завертывать στα ελληνικά - τυλίγω, διπλώνω, πτυχή, πλαταγίζω, εμπλέκομαι, γύρος, μπλέκω, ...
Τυχαίες λέξεις
Новехонький στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέντα, νομισματοκοπείο, ολοκαίνουργιο, ολοκαίνουργια, ολοκαίνουριο, καινούργια, νέο
Μεταφράσεις: μέντα, νομισματοκοπείο, ολοκαίνουργιο, ολοκαίνουργια, ολοκαίνουριο, καινούργια, νέο