Λέξη: πεζός

Σχετικές λέξεις: πεζός

πεζός λόγος, πεζός χαρακτήρας, πεζός κλίση, πεζός σημασία, πεζός οικογενεια λεξεων, πεζός οικογένειες λέξεων, πεζός παράγωγα, πεζός πεζή, πεζός άνθρωπος, πεζός συνώνυμα

Συνώνυμα: πεζός

σαχλός, ανιαρός, τετριμμένος, μονότονος

Μεταφράσεις: πεζός

πεζός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pedestrian, prosaic, unimaginative, foot, on foot

πεζός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
peatón, peatonal, peatones, de peatones, los peatones

πεζός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fußgänger, prosaisch, Fußgänger, Fußgängerzone, Fussgänger, der Fußgänger

πεζός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
marcheur, prosaïque, ouvrable, pédestre, véniel, passant, piéton, banal, piétonne, piétons, piétonnier, piétonnière

πεζός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pedonale, pedone, pedoni, pedonali

πεζός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
peão, pedestre, pedonal, pedestres, de pedestres

πεζός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voetganger, voetgangers, voetgangersgebied, verkeersvrije, voetgangerszone

πεζός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прозаический, скучный, пешеходный, пеший, прозаичный, пешеход, пешеходной, пешеходная, пешеходов

πεζός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fotgjenger, gågaten, gågate, lede

πεζός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gående, fotgängare, bilfria, gågatan, för fotgängare

πεζός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
arkipäiväinen, jalankulkija, kävelijä, arkinen, proosallinen, jalankulkijoiden, käyden, jalankulkijan, kävelykadun

πεζός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fodgænger, fodgængere, gående, gågade, gågaden

πεζός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prozaický, všední, chodec, pěší, pro pěší, chodců, ručně

πεζός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
powszedni, przechodzień, deptak, pieszy, przeciętny, prozaiczny, pieszych, dla pieszych, pieszego

πεζός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
prózaias, gyalogos, sétáló, gyalogkíséretű, gyalogosok, a gyalogos

πεζός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yaya, trafiğe kapalı, bir yaya, yayalara

πεζός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відкласти, пішохід, відкладіть, пішохода

πεζός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
këmbësor, këmbësorë, këmbësorëve, për këmbësorë, e këmbësorëve

πεζός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пешеходец, пешеходен, пешеходна, пешеходната, пешеходците

πεζός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пешаход

πεζός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jalakäija, lihtrahvalik, igapäevane, proosaline, jalakäijate, järelkäidav, seisuplatvormiga, jalakäijatele

πεζός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dosadan, pješački, pješak, pješačke, pješaka, pješake

πεζός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gangandi, fótgangandi, gangandi vegfarendur, gangandi vegfarandi

πεζός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pėsčiasis, pėsčiųjų, rankinio, rankiniai, pėstiesiems

πεζός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gājējs, gājēju, liela gājēju, palešu, gājējiem

πεζός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пешачки, пешачка, пешачката, пешак, пешачкиот

πεζός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pieton, pietonal, pietonală, pietonilor, pietoni

πεζός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pešec, hodec, pešce, za pešce, pedestrian, pešcev

πεζός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
všední, prozaický, chodec, pešej, pešia, peši, pešiu, peších
Τυχαίες λέξεις