Λέξη: θρόνος

Σχετικές λέξεις: θρόνος

δεσποτικός θρόνος, θρόνος του ξέρξη, θρόνοσ αμαρίου, θρόνος συνωνυμα, θρόνος του αίματος, θρόνος του μίνωα, επισκοπικός θρόνος, θρόνος του δία, ονειροκρίτης θρόνος, βυζαντινός θρόνος

Μεταφράσεις: θρόνος

θρόνος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
throne, throne of, throne was

θρόνος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
trono, trono de, el trono, del trono

θρόνος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
thron, Thron, Throne, Thrones

θρόνος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
trône, trône de, le trône

θρόνος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
trono, del trono, trono di, il trono

θρόνος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
trono, throne, do trono, o trono

θρόνος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
troon, de troon, troon van, troon te

θρόνος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
трон, престол, трона, престола, престолом

θρόνος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
trone, tronen

θρόνος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tron, tronen, biskopsstolen, biskopsstol

θρόνος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
wc-istuin, valtaistuin, valtaistuimelle, valtaistuimen, valtaistuimella, valtaistuimensa

θρόνος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
trone, tronen, Throne, Thronen

θρόνος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
trůn, trůnu, stolice, trůnem, trůnní

θρόνος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tron, władza, tronu, tronie, tronem, stolica

θρόνος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
trón, trónra, trónt, trónon, trónját

θρόνος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
taht, tahtı, throne, tahtın, tahtını

θρόνος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
трон, престол, престіл

θρόνος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fron, froni, fronin, froni i, dhe froni

θρόνος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
трон, престола, престол, трона, тронната

θρόνος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
трон, пасад, прастол, сталец

θρόνος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
troon, aujärg, trooni, troonile, aujärje

θρόνος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prijestolja, prijestol, prijestolje, tron, prijesto, prijestolju

θρόνος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hásæti, hásætinu, hásætið, mun hásæti

θρόνος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
solium

θρόνος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sostas, sostą, sosto, sostas stovės

θρόνος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tronis, valdnieks, monarhs, troņa, tronī, troni, goda krēsls

θρόνος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
престолот, тронот, престол, трон

θρόνος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tron, tronul, tronului, scaunul, scaunul de domnie

θρόνος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prestol, throne, prestola, prestol so, prestolu

θρόνος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trón, tróne, trónu
Τυχαίες λέξεις