Обмолвиться στα ελληνικά
Μετάφραση: обмолвиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπάζω, αντεπίθεση, διάλειμμα, διάλλειμα, κάνει ένα, κάνει μια, κάνουν μια, προβεί σε, κάνετε μια
Μεταφράσεις
- вытянутый στα ελληνικά - μακρόστενο, επιμήκης, επεκταθεί, επεκτάθηκε, παρατάθηκε, παρατείνεται, παραταθεί
- гробница στα ελληνικά - λάρνακα, παρεκκλήσι, τάφος, λειψανοθήκη, τάφο, τάφου, τον τάφο, ...
- дошивать στα ελληνικά - τελειώνω, τερματισμός, περατώνω, τέλος, doshivat
- дышать στα ελληνικά - αναπνέω, απορρέω, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει
Τυχαίες λέξεις
Обмолвиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπάζω, αντεπίθεση, διάλειμμα, διάλλειμα, κάνει ένα, κάνει μια, κάνουν μια, προβεί σε, κάνετε μια
Μεταφράσεις: σπάζω, αντεπίθεση, διάλειμμα, διάλλειμα, κάνει ένα, κάνει μια, κάνουν μια, προβεί σε, κάνετε μια