Обнадеживать στα ελληνικά

Μετάφραση: обнадеживать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενθαρρύνω, βεβαιώνω, καθησυχάζω, διαβεβαιώνω, διαβεβαιώσω, εξασφαλιστεί, εξασφαλίσει, εξασφάλιση
Обнадеживать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • войска στα ελληνικά - ομοσπονδιακός, στρατιωτικός, διάταξη, στρατεύματα, στρατευμάτων, στρατιώτες, στρατεύματά, ...
  • вырвать στα ελληνικά - αποσπώ, τραβώ, αποσπάσουν, αποσπάσει τον, αποσπάσει την
  • гульбище στα ελληνικά - σεργιανίζω, περιπατητικός, περιπατητική, περιπατητικής, περιπατητικούς, περιπατητικές
  • дискреционный στα ελληνικά - διακριτική, διακριτική ευχέρεια, διακριτικής, διακριτικής ευχέρειας, τη διακριτική
Τυχαίες λέξεις
Обнадеживать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενθαρρύνω, βεβαιώνω, καθησυχάζω, διαβεβαιώνω, διαβεβαιώσω, εξασφαλιστεί, εξασφαλίσει, εξασφάλιση