Обосновать στα ελληνικά
Μετάφραση: обосновать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπιστώνω, επιβάλλω, βάθρο, τεκμηριώνω, ιδρύω, ευτελής, καθιερώνω, αποδεικνύω, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бровь στα ελληνικά - σκυθρωπιάζω, φρύδι, συνοφρυώνομαι, φρυδιών, των φρυδιών, φρύδια, τα Φρύδια
- варвар στα ελληνικά - βάρβαρος, βαρβαρικές, βαρβάρων, βαρβαρικών, βάρβαρο
- вымерший στα ελληνικά - πεθαμένος, νεκρός, εκλείψει, εξαφανιστεί, εξαφανισμένο, εξαφανίστηκαν, εξαφάνιση
- выявлять στα ελληνικά - αποκαλύπτω, αποσπώ, ανακαλύπτω, βγάζω, επιφέρω, ανιχνεύω, διαφαίνομαι, ...
Τυχαίες λέξεις
Обосновать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπιστώνω, επιβάλλω, βάθρο, τεκμηριώνω, ιδρύω, ευτελής, καθιερώνω, αποδεικνύω, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν
Μεταφράσεις: διαπιστώνω, επιβάλλω, βάθρο, τεκμηριώνω, ιδρύω, ευτελής, καθιερώνω, αποδεικνύω, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν