Обратить στα ελληνικά

Μετάφραση: обратить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραπέμπω, τραβώ, αναφέρομαι, έλκω, προσελκύω, στρίβω, επισύρω, στροφή, σειρά, κλήρωση, ισοπαλία, επιστήσω, επιστήσω την, επιστήσει
Обратить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аншпуг στα ελληνικά - anshpug
  • бессистемный στα ελληνικά - ακανόνιστος, άτακτος, απρογραμμάτιστος, unsystematic, μη συστηματική, μη συστηματικές, μη συστηματικό
  • воспрещающий στα ελληνικά - απαγορεύει, που απαγορεύει, απαγορεύουσα, της απαγορεύσεως, οποία απαγορεύει
  • дезинтегрировать στα ελληνικά - θραύσμα, κομματάκι, αποσυντεθεί, αποσυντίθενται, διαλυθεί, διασπώνται, αποσαθρώνονται
Τυχαίες λέξεις
Обратить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραπέμπω, τραβώ, αναφέρομαι, έλκω, προσελκύω, στρίβω, επισύρω, στροφή, σειρά, κλήρωση, ισοπαλία, επιστήσω, επιστήσω την, επιστήσει