Λέξη: γαζέλα

Σχετικές λέξεις: γαζέλα

γαζέλα πληροφορίες, γαζέλα στα αγγλικά, μαύρη γαζέλα, γαζέλα ζωο

Μεταφράσεις: γαζέλα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gazelle, a gazelle
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gacela, gazelle, gacelas, la gacela, de gacela
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gazelle, Gazelle, Gazellen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gazelle, gazelles, la gazelle, de gazelle
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gazzella, gazelle, gazzelle, di gazzella, la gazzella
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gazela, Gazelle, gazelas, da gazela, de gazela
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gazelle, gazellen, ree, gazelles
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
газель, Gazelle, газели, джейран, газелей
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gazelle, gaselle, gasell, rådyr
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gasell, Gazelle, gasellen, gaseller, gazellen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
gaselli, Gazelle, gasellin, Gazellen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gazelle, gazeller, gazellen, gazellevirksomhed
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
gazela, Gazelle, gazely, gazelí
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gazela, Gazelle, gazeli, gazelę
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gazella, gazelle, gazellát, gazellának, gazellák
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ceylan, ahu, gazelle, ceylanla, ceylanı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
газель
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gazelë, gazela, një gazelë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
газела, сърна, газели, газелата
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
газель, Газэль, газэля
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
gasell, Gazelle, gasellid, gaselli, Gazelle'ile
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gazela, Gazelle, srna, Gazele, gazelu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Gazelle
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gazelė, Gazelle, gazeles
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gazele, gazeļu, gazelle, gazeles
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
газела, Срна
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
gazelă, gazela, căprioară, gazelle, gazele
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gazela, Gazelle, gazelam, gazele
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
gazela, Gazelle, srna
Τυχαίες λέξεις