Обсевать στα ελληνικά

Μετάφραση: обсевать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιπποτροφείο, κουμπί, καρφί, obsevat
Обсевать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гроссбух στα ελληνικά - καθολικό, καθολικού, βιβλίο, βιβλίου, γενικό καθολικό
  • деполяризовать στα ελληνικά - αποπολώσει, εκπολώνουν, αποπολώνει, αποπολωθούν, αποπόλωση
  • жупел στα ελληνικά - φάντασμα, μπαμπούλα, bogey, μπαμπούλων, μπαμπούλας
  • заверитель στα ελληνικά - μάρτυρας, μαρτυρώ, μαρτυρία, μάρτυρα, μαρτύρων, μάρτυρες
Τυχαίες λέξεις
Обсевать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιπποτροφείο, κουμπί, καρφί, obsevat