Λέξη: λοιπόν

Σχετικές λέξεις: λοιπόν

λοιπόν αυτός που γύρευα είμαι, λοιπόν παιδιά μου, λοιπόν περιοδικό, λοιπόν πιστεύεις στον θεό, λοιπόν κοσμικά, λοιπόν πώς τα περνάτε με τον καπιταλισμό, λοιπόν έχουμε πόλεμο, λοιπόν τι λες, λοιπόν συνώνυμα, λοιπόν εφημερίδα

Συνώνυμα: λοιπόν

έτσι, ούτω, τώρα, τώρα λοιπόν, όμως, τότε, έπειτα

Μεταφράσεις: λοιπόν

λοιπόν στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
well, then, so, now, therefore

λοιπόν στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bien, pozo, pues, bueno, entonces, luego, después, continuación

λοιπόν στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufspritzen, quelle, nun!, gesund, aufsprudeln, wohl, tiefbett, gut, dann, anschließend, Sie dann, danach

λοιπόν στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
jaillir, partant, or, source, alors, joliment, convenablement, bon, puits, fontaine, sain, donc, bien, suffisamment, puis, ensuite

λοιπόν στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fontana, bravo, bene, bello, pozzo, sorgente, buono, poi, allora, quindi, quindi fare

λοιπόν στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bem, cisterna, bom, soldador, poços, poço, em seguida, então, depois, seguida

λοιπόν στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
goed, welnu, wel, bron, put, vervolgens, dan, daarna, toen, dan is

λοιπόν στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
родник, пропекать, хорошо, пролёт, водоем, отстойник, пропечь, зумпф, вскипать, скважина, колодец, затем, то, тогда, потом

λοιπόν στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
frisk, god, bra, brønn, deretter, da, så, og, og deretter

λοιπόν στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
god, brunn, källa, bra, väl, sedan, därefter, då, så, dess

λοιπόν στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hyvästi, hyvin, kaivo, tuntuvasti, huomattavasti, paljon, terve, lähde, sitten, jälkeen, niin, sen jälkeen, silloin

λοιπόν στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
godt, vel, brønd, derefter, så, da, derpå, herefter

λοιπόν στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
slušně, studna, vždyť, šachta, nuže, pěkně, zdroj, dobře, tedy, vytrysknout, tryskat, dobro, náležitě, prýštit, pramen, zdravý, pak, potom, poté, klepněte, klepněte na

λοιπόν στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
studzienka, studnia, dostatecznie, źródło, bić, tryskać, wir, następnie, wtedy, potem, wówczas, a następnie

λοιπόν στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szerencsésen, majd, akkor, ezután, aztán

λοιπόν στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çeşme, güzel, pınar, kaynak, iyi, sonra, ardından, daha sonra, sonra da, o

λοιπόν στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
небо, потім, був, а потім, тоді

λοιπόν στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mirë, bunar, pastaj, atëherë, pas, më pas, pastaj të

λοιπόν στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кладенец, след това, тогава, после, след, след което

λοιπόν στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
добры, колодзеж, добра, затым, потым, пасля

λοιπόν στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pilv, siis, seejärel

λοιπόν στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dakle, dobro, zdrav, jama, zdenac, vrela, onda, zatim, tada, a zatim, potom

λοιπόν στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
heilsugóður, jæja, frískur, vel, þá, síðan, svo, þá er

λοιπόν στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
bene

λοιπόν στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gerai, šulinys, tada, po to, tuomet, vėliau

λοιπόν στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aka, tad, pēc tam, tam, pēc

λοιπόν στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бунарот, тогаш, потоа, а потоа, потоа да

λοιπόν στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
puţ, bun, apoi, atunci, apoi se

λοιπόν στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
no, potem, nato, potem pa, takrat, nato pa

λοιπόν στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
no, dobre, potom, tak, následne

Στατιστικά δημοτικότητας: λοιπόν

Τυχαίες λέξεις