Λέξη: χρέωση

Σχετικές λέξεις: χρέωση

χρέωση 13844, χρέωση 13830, χρέωση 13888, χρέωση 0 01€/λεπτό προς 2 αριθμούς cosmote της επιλογής σου, χρέωση kwh, χρέωση 11880, χρέωση δεη, χρέωση κιλοβατώρας 2014, χρέωση mms cosmote, χρέωση 13838

Συνώνυμα: χρέωση

χρέος, επιβάρυνση, γόμωση, δαπάνη, έξοδα, επίθεση

Μεταφράσεις: χρέωση

χρέωση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
debit, charge, costs, of charge, fee

χρέωση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cargo, debe, débito, cobrar, cargar, carga, cobrará, cargue

χρέωση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
belastung, lastposten, soll, debet, abbuchung, schuldposten, berechnen, aufladen, laden, Gebühr, Ladung

χρέωση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
doit, débitons, débitez, débitent, débit, charger, facturer, charge, recharger, facturer des

χρέωση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
debito, carica, caricare, addebitare, pagare

χρέωση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
débito, deve, debitar, debilitar, cobrar, carregar, cobra, cobram, taxa

χρέωση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
debet, debetzijde, laden, berekenen, in rekening brengen, kosten, lading

χρέωση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
приходовать, дебет, дебетовать, заприходовать, веселый, заряжать, зарядить, взимать, плата, заряд

χρέωση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
debet, lade, belaste, betalt, belastet, kreve

χρέωση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
debet, ladda, ut, betalt, debitera, ta ut

χρέωση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
velka, debet, velkoa, menot, veloittaa, periä, veloita, ladata, lataa

χρέωση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
oplade, opkræve, opkræver, debitere, opkræve tillægsgebyrer

χρέωση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
debet, dluh, účtovat, poplatek, nabít, nabíjet, nabíjení

χρέωση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obciążać, debet, ładować, pobierać, naładować, opłata, ładowania

χρέωση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
díj, díjat, tölteni, töltse, számít fel

χρέωση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
borç, ücret, şarj, talep, şarj edin, tahsil

χρέωση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дебетувати, заприбуткувати, дебет, заряджати, заряджатиме

χρέωση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ngarkoj, pagesë, ngarkuar, të ngarkuar, të paguani

χρέωση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
зареждане, заредите, зареждате, таксува, начислява

χρέωση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зараджаць

χρέωση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
debiteerima, deebet, tasu, võta, nõuda, laadida, laadige

χρέωση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dugovati, zadužiti, dugovanje, naplatiti, naknade, naplaćuje, puniti, punjenje

χρέωση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ákæra, hlaða, aukagjald fyrir, aukagjald, rukka

χρέωση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
imti, įkrauti, mokestis, ima, įkraukite

χρέωση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzlādēt, maksa, iekasēt, maksas, samaksu

χρέωση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
наплаќаат, наплатат, наплатува, наплати, наплаќа

χρέωση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
încărca, percepe, încărcați, pretul, încasa

χρέωση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
debet, zaračuna, polniti, zaračunajo, zaračunavajo, zaračunati

χρέωση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
debet, dlh, účtovať, požadovať, požadovať od, vyberať, zaúčtovať

Στατιστικά δημοτικότητας: χρέωση

Τυχαίες λέξεις