Обтекать στα ελληνικά
Μετάφραση: обтекать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακαμπτήριος, παράκαμψης, παράκαμψη, bypass, παρακάμψεως, παρακαμπτήριο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- гадко στα ελληνικά - ρυπαρώς
- гемофилия στα ελληνικά - αιμοφιλία, αιμορροφιλία, αιμοφιλίας, αιμορροφιλίας, η αιμοφιλία
- гипотетический στα ελληνικά - υποθετικός, θεωρητικός, εικαστικός, κερδοσκοπικός, ΥΠΟΘΕΤΙΚΑ, υποθετική, υποθετικό, ...
- жбан στα ελληνικά - στάμνα, κανάτα, κανάτας, πρόχους, σκεύος, υδρία
Τυχαίες λέξεις
Обтекать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακαμπτήριος, παράκαμψης, παράκαμψη, bypass, παρακάμψεως, παρακαμπτήριο
Μεταφράσεις: παρακαμπτήριος, παράκαμψης, παράκαμψη, bypass, παρακάμψεως, παρακαμπτήριο