Λέξη: οντότητα
Σχετικές λέξεις: οντότητα
οντότητα συνώνυμα, σιωνιστική οντότητα, σκοτεινή οντότητα, νομική οντότητα, πολιτική οντότητα, ασθενής οντότητα, οντότητα στα αγγλικά, πολιτισμική οντότητα, οικονομική οντότητα, δυνατότητα αγγλικά
Συνώνυμα: οντότητα
ύπαρξη, ουσία
Μεταφράσεις: οντότητα
οντότητα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
entity, an entity, entity is
οντότητα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
entidad, ente, entidad de, la entidad, sociedad, entidad que
οντότητα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dasein, entität, eigenheit, wesen, ding, Wesen, Objekt, Unternehmen, Einheit, Entität
οντότητα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
existence, zinzin, sujet, unité, singularité, être, essence, entité, personne, l'entité, entités
οντότητα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
essenza, entità, ente, un'entità, soggetto, dell'entità
οντότητα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
entidade, entidade de, entidades, entidade que, de entidade
οντότητα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wezen, geheel, entiteit, dienst, eenheid
οντότητα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
существо, организация, организм, сущность, объект, бытие, лицо, предприятие
οντότητα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
enhet, foretaket, entitet, enheten, foretak
οντότητα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
enhet, enheten, företag, företaget, person
οντότητα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
olento, kokonaisuus, yksikkö, yhteisö, yksikön, yrityksen
οντότητα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
enhed, virksomhed, virksomheden, enheder
οντότητα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bytost, bytí, jednotka, entita, předmět, tvor, účetní jednotka, subjekt, osoba
οντότητα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
byt, istota, podmiot, jednostka, podmiotem, podmiotu
οντότητα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
entitás, egység, szervezet, személy, gazdálkodó egység
οντότητα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
varlık, işletme, işletmenin, taraf
οντότητα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
суть, організація, сутність, організовування, об'єкт
οντότητα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
entitet, njësia ekonomike, Subjekti, njësi, entiteti
οντότητα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
единица, образувание, субект, Предприятието
οντότητα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аб'ект, месца
οντότητα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
isik, olem, ettevõte, üksus, üksuse, üksusele
οντότητα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
smisao, identitet, srž, entitet, jezgra, bitnost, osoba, subjekt, društvo, entiteta
οντότητα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aðili, ili, eining, rekstrareining, aðilinn
οντότητα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
subjektas, ūkio subjektas, asmens, įmonė, organizacija
οντότητα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
organizācija, persona, uzņēmumam, vienība, subjekts
οντότητα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лице, субјект, ентитет, субјектот, ентитетот
οντότητα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
entitate, entități, persoană, entitatea, entității
οντότητα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
podjetje, subjekt, oseba
οντότητα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bytosť, bytosti, bytos